- υπολέγω
- Α [λέγω]1. κάνω τον υποβολέα, υπαγορεύω («Εὐριπίδης μὲν οὖν ὁ ποιητὴς ὡς ὑπολέγοντος αὐτοῡ τοῑς χορευταῑς ᾠδήν τινα πεποιημένην ἐφ' ἁρμονίας εἷς ἐγέλασεν», Πλούτ.)2. λαμβάνω υπ* όψιν μου3. θέτω ως βάση («τὰ ἔργα τοῑς λογισμοῑς ὑπολέγων», Δίων Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.